ανατριχιαστικός

ανατριχιαστικός
-ή, -ό
1. εκείνος που προκαλεί ανατριχίλα
2. αυτός που προκαλεί φρίκη ή αηδία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανατριχιάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον λογοτέχνη Νικόλαο Επισκοπόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανατριχιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί ανατριχίλα, φρίκη: Το θέαμα που αντίκρισαν ήταν ανατριχιαστικό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανατριχιάζω — 1. αισθάνομαι τις τρίχες μου να σηκώνονται από το κρύο, τον φόβο ή την οργή 2. σιχαίνομαι, αηδιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. του ανατριχιώ < ανατριχώ < ανα * + τρίχα. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Άστυ. ΠΑΡ. ανατρίχιασμα,… …   Dictionary of Greek

  • καταριγηλός — καταριγηλός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχιαστικός, τρομερός, φρικτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ῥιγηλός (< ῥῖγος)] …   Dictionary of Greek

  • φρικιαστικός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προξενεί φρικίαση ή φρίκη, ανατριχιαστικός, αποτροπιαστικός, φριχτός: Φρικιαστικό θέαμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φριχτός — ή, ό επίρρ. ά αυτός που προκαλεί φρίκη, αποστροφή, ο φρικιαστικός, ο αποκρουστικός, ο απαίσιος, ο φρικαλέος, ο ανατριχιαστικός: Ήταν φριχτό το θέαμα της σφαγής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”